λόβιο

λόβιο
και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) [λοβός]
μικρός λοβός
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού
2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» — μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους πνεύμονες ή τους νεφρούς
μσν.
φλοιός, περικάρπιο
αρχ.
1. ο καρπός τού δέντρου σμίλαξ
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἄκρον τοῡ ἥπατος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσφηνοειδής — ές, Ν φρ. «προσφηνοειδές λόβιο» ανατ. λόβιο που κατέχει την έσω επιφάνεια τού βρεγματικού λοβού τού εγκεφάλου …   Dictionary of Greek

  • τετράπλευρος — η, ο / τετράπλευρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν) πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές νεοελλ. φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο» μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • λοβιώδης — ώδες [λόβιο] αυτός που έχει πολλά λοβία ή μοιάζει με αυτά (α. «λοβιώδης πνευμονία» β. «λοβιώδη επιθηλιώματα») …   Dictionary of Greek

  • παράκεντρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο 2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρο μαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων 3. φρ. «παράκεντρο… …   Dictionary of Greek

  • σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”